- ἔγκολλος
- ἔγκολλ-ος, ον, ([etym.] κόλλα)A adhering, fitting, Ph. 1.610, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγκολλότερον — ἔγκολλος adhering adverbial comp ἔγκολλος adhering masc acc comp sg ἔγκολλος adhering neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκολλον — ἔγκολλος adhering masc/fem acc sg ἔγκολλος adhering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκόλλων — ἔγκολλος adhering masc/fem/neut gen pl ἐγκολλάω glue on imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγκολλάω glue on imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκολλα — ἔγκολλος adhering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek